- ταρακουνάω
- ταρακουνάω (σπάν. ταρακουνώ), ταρακούνησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αμφελελίζω — ἀμφελελίζω (Α) αναταράσσω, ταρακουνάω, κραδαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἐλελίζω «περιστρέφω, αναταράσσω», ποιητ. τ. τού ρ. ἑλίσσω με αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek